μέλις

μέλις
μέλις, ὁ (Α)
κωμικός βαρβαρισμός τού Αριστοφάνη αντί μέλι («ὡς γλυκερὸ τὸ γλῶσσ', ὥσπερ Ἀττικὸς μέλις», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”